τετραποδητι

τετραποδητι
    τετραποδητί
    τετρᾰποδητί
    adv. Polyb. = τετραποδηδόν См. τετραποδηδον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τετραποδητι" в других словарях:

  • τετραποδητί — on all fours indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραποδητί — ΝΑ επίρρ. (για άνθρωπο που προχωρεί με τα χέρια και με τα πόδια) με τα τέσσερα, μπουσουλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ητί (< ρηματ. επίθ. σε η τος), πρβλ. ἀμαχ ητί, ἀτιμωρ ητί] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδί — Α επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀσιτ ί)] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»